- πενταπλασιάζω
- μετ. умножать на пять, увеличивать в пять раз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πενταπλασιάζω — πενταπλασιάζω, πενταπλασίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πενταπλασιάζω — ΝΑ [πενταπλάσιος] 1. πολλαπλασιάζω κάτι επί πέντε, καθιστώ κάτι πέντε φορές περισσότερο ή μεγαλύτερο από κάτι άλλο 2. παθ. πενταπλασιάζομαι πολλαπλασιάζομαι με το πέντε, γίνομαι πέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
πενταπλασιάζω — πενταπλασίασα, πενταπλασιάστηκα, πολλαπλασιάζω επί πέντε, επαναλαμβάνω πέντε φορές κάτι: Ο αριθμός των μαθητών στα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης πενταπλασιάστηκε σε μια δεκαετία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πενταπλασιασμός — ο, ΝΜ [πενταπλασιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πενταπλασιάζω, ο πολλαπλασιασμός πλήθους ή μεγέθους με το πέντε, μεγέθυνση ή αύξηση ενός πράγματος πέντε φορές περισσότερο από ό,τι ήταν στην αρχή … Dictionary of Greek
πενταπλασιαστής — ο [πενταπλασιάζω] αυτός που πενταπλασιάζει … Dictionary of Greek
πενταπλώ — όω, Α [πενταπλοῡς] πολλαπλασιάζω επί πέντε, πενταπλασιάζω … Dictionary of Greek